φηλώ

φηλώ
-όω, Α [φηλός / φῆλος]
(ποιητ. τ.) απατώ, εξαπατώ («τερπνὸν τόδ' ἐλθὼν φῶς ἐφήλωσεν φρένας», Αισχύλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φηλῶ — φηλόω cheat pres subj act 1st sg φηλόω cheat pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφηλώ — όω, Α (κατά τον Ησύχ.) «φηλόω παράγω, απατώ, φενακίζω». [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + φηλῶ «εξαπατώ»] …   Dictionary of Greek

  • φήλωμα — ώματος, τὸ, Α [φηλῶ] απάτη, εξαπάτηση …   Dictionary of Greek

  • φήλωσις — ώσεως, ἡ, Α [φηλῶ] (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) φήλωμα* …   Dictionary of Greek

  • φηληκίζω — Α [φήληξ, ηκος] (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «φηλῶ» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”